- ζαμπούνης
- ζαμπούνιάρης, α, ικο чувствующий слабость, недомогание; болезненный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαμπούνης, -α, -ικο — και ζαμπουνιάρης, α, ικο 1. αρρωστιάρης: Πάλι αρρώστησε ο ζαμπουνιάρης. 2. άρρωστος, κακοδιάθετος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαμπουνιάρης, -α, -ικο — βλ. ζαμπούνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)